- ἐπιβρόντητος
- ἐπιβρόντητοςfranticmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιβρόντητος — ἐπιβρόντητος, ον (Α) [επιβροντώ] εμβρόντητος, σαστισμένος … Dictionary of Greek
οὑπιβρόντητος — ἐπιβρόντητος , ἐπιβρόντητος frantic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)